εννοιανός

εννοιανός
-ή, -ό και 'γνοιανός και εγνοιανός, -ή, -ό [έννοια]
1. συλλογισμένος, ανήσυχος («χαρά πολλή σ' έτοιο 'γνοιανό τα μέλη ντου γροικούσι», Ερωτ.)
2. σπουδαίος, σοβαρός («μαντάτα από τού Ρηγός πολλά 'γνοιανά μού φέρα», Ερωτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το εννοιανό και 'γνοιανό και εγνοιανό
α) συμφορά («το γνοιανό που με κινά και κλαίγω», Ερωτ.)
β) είδηση, νέο
(«η Φροσύνη μαντατοφόρος εγνοιανός και προξενήτρα εγίνη»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”